Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˌakrɪˈməʊnɪəs/

  Επίθετο επεξεργασία

acrimonious (en)

  1. εχθρικός, πικρόχολος, πικρός, δριμύς, δηκτικός, οξύς, τεταμένος, σκληρός
    acrimonious negotiations: σκληρές / επίπονες διαπραγματεύσεις
    acrimonious relations: εχθρικές / τεταμένες σχέσεις
    acrimonious divorce: μη συναινετικό διαζύγιο με έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των πρώην συζύγων

Συγγενικά επεξεργασία