Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kʁi.mɔ.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
acrimonie acrimonies

acrimonie (fr) θηλυκό