acquiesce
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˌækwɪˈes/
Ουσιαστικό επεξεργασία
acquiesce (en)
- στέργω, συναινώ, αποδέχομαι κάτι, αλλά μάλλον επειδή δεν υπάρχει άλλη λύση και όχι επειδή συμφωνώ πραγματικά ή το επιθυμώ κι εγώ
/ˌækwɪˈes/
acquiesce (en)