Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

acompanhar (pt) < από το απαρέμφατο της λατινικής accompaniare

  Ρήμα επεξεργασία

acompanhar (pt)

  1. κάνω συντροφιά, παρέα
  2. συνοδεύω