Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

acolyte (en)

  • ακόλουθος, παραστάτης (συνήθως όχι νεωκόρος)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
acolyte acolytes

acolyte (fr) αρσενικό