acideco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- acideco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acideco | acidecoj |
αιτιατική | acidecon | acidecojn |
acideco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acideco | acidecoj |
αιτιατική | acidecon | acidecojn |
acideco (eo)