accused
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
accused (en)
- (the accused) ο κατηγορούμενος, ο υπόδικος
- ↪ The accused presented himself to the investigator to apologize.
- Ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί.
- ↪ The accused presented himself to the investigator to apologize.
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
accused (en)