accourcissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kuʁ.sis.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accourcissement | accourcissements |
accourcissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accourcissement | accourcissements |
accourcissement (fr) αρσενικό