Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
accouple accouples

  Ουσιαστικό επεξεργασία

accouple (fr)

  • δεσμός με τον οποίο συγκρατιούνται δυο σκυλιά μεταξύ τους