accouchement
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
accouchement (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accouchement | accouchements |
accouchement (fr) αρσενικό
accouchement (en)
ενικός | πληθυντικός |
accouchement | accouchements |
accouchement (fr) αρσενικό