accostage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accostage | accostages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
accostage (fr) αρσενικό
- το πλεύρισμα
- η προσέγγιση δύο αστροσκαφών
- (οικείο) το πλησίασμα κάποιου
ενικός | πληθυντικός |
accostage | accostages |
accostage (fr) αρσενικό