accidentale
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- accidentale < accidente
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accidentale | accidentali |
accidentale (it) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
accidentale | accidentali |
accidentale (it) αρσενικό ή θηλυκό