acciaio
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /atˈt͡ʃa.jo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
acciaio (it) αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- acciaio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).