abikonuso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abikonuso | abikonusoj |
αιτιατική | abikonuson | abikonusojn |
abikonuso (eo)
- κουκουνάρα από έλατο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abikonuso | abikonusoj |
αιτιατική | abikonuson | abikonusojn |
abikonuso (eo)