Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abiatico < λατινική aviaticum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

abiatico (en) αρσενικό

  1. εγγονός
  2. πρόγονος

Συνώνυμα επεξεργασία