Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική abdykacja abdykacje
γενική abdykacji abdykacji(/abdykacyj)
δοτική abdykacji abdykacjom
αιτιατική abdykac abdykacje
οργανική abdykac abdykacjami
τοπική abdykacji abdykacjach
κλητική abdykacjo abdykacje

  Ετυμολογία επεξεργασία

abdykacja < λατινική abdicatio

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

abdykacja (pl) θηλυκό