abatejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abatejo | abatejoj |
αιτιατική | abatejon | abatejojn |
abatejo (eo)
- το αβαείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abatejo | abatejoj |
αιτιατική | abatejon | abatejojn |
abatejo (eo)