abandonnataire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abandonnataire | abandonnataires |
Ουσιαστικό επεξεργασία
abandonnataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που δέχεται εγκαταλειμένα αγαθά
ενικός | πληθυντικός |
abandonnataire | abandonnataires |
abandonnataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό