Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bɛ.sœʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abaisseur abaisseurs

abaisseur (fr) αρσενικό