Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abaissable abaissables

  Επίθετο επεξεργασία

abaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να κατεβαστεί, να κατεβεί
    couvercle abaissable - σκέπασμα που κατεβαίνει

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη abaisser