abaissable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abaissable | abaissables |
Επίθετο επεξεργασία
abaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κατεβαστεί, να κατεβεί
- couvercle abaissable - σκέπασμα που κατεβαίνει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη abaisser