abactus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
abactus (la) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abactus | abactūs |
γενική | abactūs | abactuum |
δοτική | abactuī | abactibus |
αιτιατική | abactum | abactūs |
κλητική | abactus | abactūs |
αφαιρετική | abactū | abactibus |