Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abaca < (άμεσο δάνειο) ισπανική abacá, λέξη των Φιλιππίνων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ba.ka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abaca abacas

abaca (fr) θηλυκό