Δείτε επίσης: à priori

Διαγλωσσικοί όροι επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori

  Έκφραση επεξεργασία

a priori

Αντώνυμα επεξεργασία



Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori

  Έκφραση επεξεργασία

a priori

  • α πριόρι, εκ των προτέρων
    η γη και ο κόσμος a priori είχαν κάποτε μία αρχή (δεν χρειάζεται να αποδειχτεί ότι κάποτε δεν υπήρχαν)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori

  Έκφραση επεξεργασία

a priori (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

a priori νεολατινικά < λατινική a (από) & prior, συγκριτικός βαθμός του primus (πρώτος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a pɾiˈɔ.ɾi/

  Έκφραση επεξεργασία

a priori και α πριόρι, άκλιτο

  • (νεολατινικά)
    1. από πριν, εκ των προτέρων, το έγκυρο που δεν χρειάζεται να αποδειχτεί, εξ ορισμού σωστό γιατί το αντίθετο θα ήταν παράλογο, αυτό που παίρνουμε ως δεδομένο
    2. (λογική) λέγεται για γνώση που προϋπάρχει με βάση την καθαρή λογική κι όχι την εμπειρία, αυτό που δεν χρειάζεται να αποδείξεις ή να βιώσεις

Αντώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία