aŭtomobilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtomobilo | aŭtomobiloj |
αιτιατική | aŭtomobilon | aŭtomobilojn |
aŭtomobilo (eo)
- το αυτοκίνητο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtomobilo | aŭtomobiloj |
αιτιατική | aŭtomobilon | aŭtomobilojn |
aŭtomobilo (eo)