aŭtisma
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aŭtisma < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtisma | aŭtismaj |
αιτιατική | aŭtisman | aŭtismajn |
aŭtisma (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtisma | aŭtismaj |
αιτιατική | aŭtisman | aŭtismajn |
aŭtisma (eo)