aŭro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭro | aŭroj |
αιτιατική | aŭron | aŭrojn |
aŭro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭro | aŭroj |
αιτιατική | aŭron | aŭrojn |
aŭro (eo)