Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

aĉetejo < aĉet + -ej- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aĉetejo aĉetejoj
αιτιατική aĉetejon aĉetejojn

aĉetejo (eo)

  • η αγορά, ο χώρος όπου αγοράζει κανείς