Vorwurf
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Vorwurf | die | Vorwürfe |
γενική | des | Vorwurfes Vorwurfs |
der | Vorwürfe |
δοτική | dem | Vorwurf Vorwurfe |
den | Vorwürfen |
αιτιατική | den | Vorwurf | die | Vorwürfe |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Vorwurf (de) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- jemandem Vorwürfe machen - κριτικάρω κάποιον