Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Verbrechensbekämpfung (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Verbrechensbekämpfungen)

polizeiliche Maßnahmen für die Verbrechensbekämfpung - αστυνομικά μέτρα για τη δίωξη του εγκλήματος