Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Vaticanus < vates

  Επίθετο επεξεργασία

Vaticanus, -a, -um

  1. που έχει σχέση ή αναφέρεται στο Βατικανό

Κλίση επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική Vaticanus Vaticana Vaticanum Vaticanī Vaticanae Vaticana
γενική Vaticanī Vaticanae Vaticanī Vaticanōrum Vaticanārum Vaticanōrum
δοτική Vaticanō Vaticanae Vaticanō Vaticanīs Vaticanīs Vaticanīs
αιτιατική Vaticanum Vaticanam Vaticanum Vaticanōs Vaticanās Vaticana
κλητική Vaticane Vaticana Vaticanum Vaticanī Vaticanae Vaticana
αφαιρετική Vaticanō Vaticanā Vaticanō Vaticanīs Vaticanīs Vaticanīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Vaticanus αρσενικό

  1. Βατικανό (ένας από τους 7 λόφους της Ρώμης)
     συνώνυμα:: mons Vaticanus
  2. ρωμαϊκή θεότητα
  3. Βατικανόέδρα της Καθολικής Εκκλησίας)

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Vaticanus
-
γενική Vaticanī
-
δοτική Vaticanō
-
αιτιατική Vaticanum
-
κλητική Vaticane
-
αφαιρετική Vaticanō
-
(β' κλίση)