Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Untergrund (de) αρσενικό

  1. υπέδαφος
  2. παρανομία, το να παραμένει κάποιος άγνωστος στις αρχές

Σύνθετα επεξεργασία