TWR
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- TWR < Tower
Συντομομορφή επεξεργασία
TWR (en) αρκτικόλεξο
- (αεροπορικός όρος) ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.