Syriote
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
Syriote | Syriotes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
Syriote (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) ο Συριανός, η Συριανή , ο Σύριος, η Σύρια
ενικός | πληθυντικός |
Syriote | Syriotes |
Syriote (fr) αρσενικό ή θηλυκό