Pictus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Pictus < pictus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyk- (χρώμα)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Pictus αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Pictus | Pictī |
γενική | Pictī | Pictōrum |
δοτική | Pictō | Pictīs |
αιτιατική | Pictum | Pictōs |
κλητική | Picte | Pictī |
αφαιρετική | Pictō | Pictīs |