Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Nagel die Nägel
γενική des Nagels der Nägel
δοτική dem Nagel den Nägeln
αιτιατική den Nagel die Nägel

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Nagel (de) αρσενικό

  1. καρφί
  2. νύχι
     συνώνυμα: Fingernagel


  Κύριο όνομα επεξεργασία

Nagel αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Nagel < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Nagel αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Nagel < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Nagel αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]



Σλοβενικά (sl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Nagel < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Nagel αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Priimki (M-R), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (M-R), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [5]