Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Nachricht (de) θηλυκό

  • η είδηση, το νέο
    ich bin traurig weil ich keine Nachricht bekommen habe - είμαι λυπημένος γιατί δεν πήρα κανένα νέο