Missachtung
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Missachtung | die | Missachtungen |
γενική | der | Missachtung | der | Missachtungen |
δοτική | der | Missachtung | den | Missachtungen |
αιτιατική | die | Missachtung | die | Missachtungen |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Missachtung (de) θηλυκό