MP
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
MP (en) αρκτικόλεξο
- (πολιτική) Member of Parliament, ο/η βουλευτής (πληθυντικός: MPs)
- → δείτε και το αρκτικόλεξο MEP
- (στρατιωτικός όρος) MilitaryPolice, η στρατιωτική αστυνομία, η Στρατονομία (ΣΝ)· ο στρατονόμος
- (πληροφορική, τεχνολογία) MegaPixel, μεγαπίξελ (ένα εκατομμύριο πίξελ)
Σημειώσεις επεξεργασία
MP (για βουλευτή) είναι χρησιμοποιήσει στην Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, αλλά μη στην Ηνωμένες Πολιτείες, όπου representative είναι χρησιμοποιήσει αντί.