Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Lehrjahre (de) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  lehren