IMAO
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
IMAO (en) συντομογραφία
- (διαδικτυακή αργκό, ειρωνικό) κατά την αλλαζονική / υπεροπτική γνώμη μου
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- IMAO < Inhibiteur de la MonoAmine Oxydase
Συντομομορφή επεξεργασία
IMAO (fr) αρσενικό άκλιτο
- αντικαταθλιπτικό φάρμακο