Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
Hungarian Hungarians

  Ετυμολογία επεξεργασία

Hungarian < Hungary + -an

  Επίθετο επεξεργασία

Hungarian (en)

  1. ουγγρικός
    The Hungarian government: η ουγγρική κυβέρνηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Hungarian (en)

  1. (εθνικό όνομα) Ούγγρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Hungarian (en)

  1. (γλώσσα) τα ουγγρικά, η ουγγρική γλώσσα
    I speak Hungarian: μιλώ ουγγρικά