Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Hausaufgabe < Haus (σπίτι) + Aufgabe (εργασία, άσκηση)

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Hausaufgabe (de) θηλυκό