Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Geschäft (de) ουδέτερο

  • το μαγαζί
    wann machen die Geschäfte zu? - πότε κλείνουν τα μαγαζιά;