Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Gastarbeiter die Gastarbeiter
γενική des Gastarbeiters der Gastarbeiter
δοτική dem Gastarbeiter den Gastarbeitern
αιτιατική den Gastarbeiter die Gastarbeiter

  Ετυμολογία επεξεργασία

Gastarbeiter < Gast (επισκέπτης) + Arbeiter (εργάτης)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡastʔaʁˌbaɪ̯tɐ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Gastarbeiter (de) αρσενικό (θηλυκό Gastarbeiterin)

  • άτομο με προσωρινή άδεια εργασιάς σε άλλη χώρα
    ※  Vergangene Woche hatte auch das Organisationskomitee der Fußball-WM erstmals Fälle von erkrankten Gastarbeitern auf den Stadionbaustellen eingeräumt. Bestätigt wurden bisher nur acht. Schätzungen zufolge beschäftigt Katar auf den Stadionbaustellen 35.000 Gastarbeiter.
    Την περασμένη εβδομάδα, η οργανωτική επιτροπή του Παγκοσμίου Κυπέλλου παραδέχτηκε επίσης για πρώτη φορά περιπτώσεις ασθενών μεταναστών εργατών στα εργοτάξια των γηπέδων. Μόνο οκτώ έχουν επιβεβαιωθεί μέχρι στιγμής. Υπολογίζεται ότι το Κατάρ απασχολεί 35.000 μετανάστες εργάτες στα εργοτάξια κατασκευής των σταδίων.
    Anne Armbrecht, Katars WM-Gastarbeiter arbeiten trotz Corona, Spiegel, 24.04.2020

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία