European
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
European < (άμεσο δάνειο) γαλλική Européen < λατινική europaeus < αρχαία ελληνική Εὐρωπαῖος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /(ˌ)jʊəɹəˈpiːən/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
European (en)
Κύριο όνομα επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
European | Europeans |
European (en)
- (εθνικό όνομα) Ευρωπαίος
- λευκός φυλετικά, που γενετικά συνδέεται με τον ευρωπαϊκό πληθυσμό