Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

English-speaking < English + speaking

  Επίθετο επεξεργασία

English-speaking (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αγγλόφωνος, που σχετίζονται με όσους μιλούν αγγλικά
    English-speaking populations - Αγγλόφωνοι πληθυσμοί
    an English-speaking country/area - Αγγλόφωνη χώρα/περιοχή
    the English-speaking people of Canada/the English-speakers of Canada - οι αγγλόφωνοι του Καναδά