CST
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
CST | CSTs |
CST (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) συντομογραφία του concrete syntax tree
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- CST στην αγγλική Βικιπαίδεια