Ausfuhr
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ausfuhr | die | Ausfuhren |
γενική | der | Ausfuhr | der | Ausfuhren |
δοτική | der | Ausfuhr | den | Ausfuhren |
αιτιατική | die | Ausfuhr | die | Ausfuhren |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ausfuhr (de) θηλυκό