Albedo
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /alˈbeːdo/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Al‐be‐do
Ουσιαστικό επεξεργασία
Albedo (de) θηλυκό
- (φυσική, αστρονομία, οπτική, μετεωρολογία) το άλβεδο, η λευκαύγεια
Δείτε επίσης : albedo, albédo |
Albedo (de) θηλυκό