Abkürzung
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abkürzung | die | Abkürzungen |
γενική | der | Abkürzung | der | Abkürzungen |
δοτική | der | Abkürzung | den | Abkürzungen |
αιτιατική | die | Abkürzung | die | Abkürzungen |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Abkürzung (de) θηλυκό
- συντομογραφία
- παράκαμψη ή συντόμευση διαδρομής
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη abkürzen